λιμνάζουσα

λιμνάζουσα
λιμνάζω
form stagnant pools
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”